- ποδώκης
- -ες, Α1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια (α. «ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο», Ομ. Ιλ.β. «ἄνθρωποι ποδώκεις καὶ ψιλοί», Θουκ.)2. ταχύς, γρήγορος («ποδῶκες ὄμμα», Αισχύλ.)3. ορμητικός, βίαιος («ποδώκεα τρόπον» Τραγ. Αδέσπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ώκης (< *ὦκος< ὠκύς* «ταχύς, γρήγορος»), πρβλ. ανεμ-ώκης, ιππ-ώκης].
Dictionary of Greek. 2013.